- δύσγαμον
- δύσγαμοςill-weddedmasc/fem acc sgδύσγαμοςill-weddedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσγαμος — δύσγαμος, ον (Α) 1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του 2. φρ. «γάμος δύσγαμος» άτυχος γάμος 3. «δύσγαμον αἶσχος» προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό … Dictionary of Greek